- θειάφιον
- θειάφιον, τό,A sulphur, Tz.H.12.743.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
θειαφίου — θειάφιον sulphur neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θειάφι — και τειάφι, το (Μ θειάφιον) 1. το ορυκτό θείο* 2. συνεκδ. καπνός ή οσμή από θειάφι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο μσν. τ. θειάφιον < θείον + επίθημα αφιον (πρβλ. εδ άφιον, ξυλ άφιον, ξυρ άφιον) και απαντά στον Τζέτζη (7ος μ.Χ. αι.), ενώ ο Ησύχ. παραδίδει τ.… … Dictionary of Greek
τιάφι — το / τιάφιον, ΝΑ το θειάφι, το θείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλη γρφ. τής λ. θειάφιον*] … Dictionary of Greek